προσοχή

προσοχή
η 1.
1) внимание;

προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;

στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;

τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχή — привлекать чьё-л. внимание;

δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;

2) уход, внимание, забота;

τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;

3) осторожность, осмотрительность;

μετά προσοχής — осторожно;

4):

στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;

τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;

2. εηιφ :

προσοχ!

1) внимание!, берегись!, осторожно!;

2) смирно! (команда)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσοχή" в других словарях:

  • προσοχῇ — προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχή — attention fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… …   Dictionary of Greek

  • προσοχή — η 1. προσήλωση του νου σε κάτι: Δε δούλεψες με προσοχή (Χριστόπουλος). 2. προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα: Να περάσεις το δρόμο με προσοχή. 3. γυμναστικό παράγγελμα: Προσοχή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσοχῆι — προσοχῇ , προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχαῖς — προσοχή attention fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχῆς — προσοχή attention fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχήν — προσοχή attention fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»